- πολύλαλος
- -η, -ο / πολύλαλος, -ον, ΝΑπολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ-λαλος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύλαλος — talkative masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύλαλον — πολύλαλος talkative masc/fem acc sg πολύλαλος talkative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλάλοις — πολύλαλος talkative masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλάλου — πολύλαλος talkative masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλάλους — πολύλαλος talkative masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλάλῳ — πολύλαλος talkative masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύλαλα — πολύλαλος talkative neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυλαλία — η, ΝΑ, και πολυλαλιά Ν [πολύλαλος] πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek